- επεισόδιο
- το (Α ἐπεισόδιον)1. το διαλογικό μέρος τού αρχαίου δράματος μεταξύ δύο χορικών ασμάτων2. γεγονός που παρεμβάλλεται στη συνέχεια, (η συνοχή ή την τάξη ενός συνόλου «ζωηρά επεισόδια στη διάρκεια τής τελετής»«ἐπεισόδια... οἷον νεῶν κατάλογος», επεισόδια όπως π.χ. ο κατάλογος τών πλοίων στην Ιλιάδα, Αριστοτ.)νεοελλ.1. κάτι που συμβαίνει ξαφνικά, απροσδόκητα2. λογομαχία, καβγάς3. σκηνή ή τμήμα λογοτεχνικού έργου με αυτοτέλεια, το οποίο εντάσσεται μέσα σε ευρύτερη ενότητα («τηλεοπτική σειρά με δέκα επεισόδια»)4. αιφνιδιαστική δυσλειτουργία τού οργανισμού, κυρίως αρτηριακή («εγκεφαλικό επεισόδιο»)5. πληθ. επεισόδιαέκτακτα περιστατικά σε νοσοκομείοαρχ.1. ό,τι γίνεται για ευχαρίστηση2. επιδόρπιο («γαστρὸς ἐπεισόδια»).[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο τού επιθ. επεισόδιος. Η λ. επεισόδιο προσέλαβε τη σημασία που έχει σήμερα από εκείνη τής αρχ. τραγωδίας. Ξεκινώντας δηλ. από τη σημασία «μέρος που διακόπτει τα χορικά» και γενικότερα κάθε τι που παρεμβάλλεται —συνεπώς διαταράσσει κάτι— κατέληξε στη σημερινή σημασία «λογομαχία, καβγάς»].
Dictionary of Greek. 2013.